"The Association of Emotional Eating with Overweight/Obesity, Depression, Anxiety/Stress, and Dietary Patterns: A Review of the Current Clinical Evidence"
Dakanalis Antonios, Maria Mentzelou, Souzana K. Papadopoulou, Dimitrios Papandreou, Maria Spanoudaki, Georgios K. Vasios, Eleni Pavlidou, Maria Mantzorou, and Constantinos Giaginis. 2023. "The Association of Emotional Eating with Overweight/Obesity, Depression, Anxiety/Stress, and Dietary Patterns: A Review of the Current Clinical Evidence" Nutrients 15, no. 5: 1173. https://doi.org/10.3390/nu15051173
Background: Emotional eating is considered as the propensity to eat in response to emotions. It is considered as a critical risk factor for recurrent weight gain. Such overeating is able to affect general health due to excess energy intake and mental health. So far, there is still considerable controversy on the effect of the emotional eating concept. The objective of this study is to summarize and evaluate the interconnections among emotional eating and overweight/obesity, depression, anxiety/stress, and dietary patterns;
Methods: This is a thorough review of the reported associations among emotional eating and overweight/obesity, depression, anxiety/stress, and dietary patterns. We compressively searched the most precise scientific online databases, e.g., PubMed, Scopus, Web of Science and Google Scholar to obtain the most up-to-date data from clinical studies in humans from the last ten years (2013–2023) using critical and representative keywords. Several inclusion and exclusion criteria were applied for scrutinizing only longitudinal, cross-sectional, descriptive, and prospective clinical studies in Caucasian populations;
Results: The currently available findings suggest that overeating/obesity and unhealthy eating behaviors (e.g., fast food consumption) are associated with emotional eating. Moreover, the increase in depressive symptoms seems to be related with more emotional eating. Psychological distress is also related with a greater risk for emotional eating. However, the most common limitations are the small sample size and their lack of diversity. In addition, a cross-sectional study was performed in the majority of them; (4) Conclusions: Finding coping mechanisms for the negative emotions and nutrition education can prevent the prevalence of emotional eating. Future studies should further explain the underlying mechanisms of the interconnections among emotional eating and overweight/obesity, depression, anxiety/stress, and dietary patterns.
Η παρούσα έρευνα αποκαλύπτει την απρόσμενη σύνδεση μεταξύ των συναισθημάτων μας και του πώς, τι και πότε τρώμε. Στην πρόσφατή μας εργασία με τίτλο «The Association of Emotional Eating with Overweight/Obesity, Depression, Anxiety/Stress, and Dietary Patterns: A Review of the Current Clinical Evidence», αναλύεται η επίδραση του συναισθηματικού φαγητού στην υγεία μας, τόσο σωματική όσο και ψυχική.
Το συναισθηματικό φαγητό, ορίζεται ως η κατανάλωση τροφής ως απάντηση σε συναισθήματα, αντί για πραγματική πείνα. Αυτή η συμπεριφορά, που δεν αποτελεί διατροφική διαταραχή αλλά μια διατροφική συνήθεια, μπορεί να επηρεάσει την υγεία μας με πολλούς τρόπους.
Οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι το συναισθηματικό φαγητό μπορεί να είναι ένας σημαντικός παράγοντας κινδύνου για την αύξηση βάρους και την εμφάνιση ψυχολογικών προβλημάτων, όπως ηκατάθλιψη, το άγχος και το στρες. Το συναισθηματικό φαγητό συχνά χρησιμοποιείται ως μηχανισμός αντιμετώπισης αρνητικών συναισθημάτων, με τις προτιμώμενες τροφές να είναι συνήθως ενεργειακά πυκνές, φτωχές σε θρεπτικά συστατικά και ιδιαίτερα νόστιμες.
Η εργασία εξετάζει επίσης τη συσχέτιση του συναισθηματικού φαγητού με την παχυσαρκία, την κατάθλιψη και τα διατροφικά πρότυπα. Υπογραμμίζει την αμφίδρομη σχέση μεταξύ της παχυσαρκίας και των ψυχολογικών παραγόντων, με την παχυσαρκία να μην προκαλεί μόνο σωματικές ασθένειες, αλλά και να συνδέεται με ψυχολογικές διαταραχές και κοινωνικά προβλήματα, όπως χαμηλή αυτοεκτίμηση, κατάθλιψη και κοινωνικό στίγμα.
Το συναισθηματικό φαγητό έχει θετική σχέση με την αύξηση βάρους με την πάροδο του χρόνου και τη δυσκολία στην απώλεια βάρους. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι τα άτομα που τρώνε συναισθηματικά είναι πιο επιρρεπείς σε μεγαλύτερη κατανάλωση τροφών με ζάχαρη και υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά, τρώνε ως απάντηση σε στρεσογόνους παράγοντες και καταναλώνουν σνακ πιο συχνά σε σύγκριση με όσους δεν τρώνε συναισθηματικά. Επιπλέον, συχνά αισθάνονται αρνητικά συναισθήματα σχετικά με τη σωματική τους εμφάνιση αμέσως μετά το φαγητό. Αυτές οι διατροφικές συμπεριφορές σε συνδυασμό με το αυξημένο σωματικό βάρος θέτουν τα άτομα εκείνα σε υψηλότερο κίνδυνο διαβήτη και καρδιακών παθήσεων.
Η εργασία καταλήγει τονίζοντας τη σημασία της εύρεσης μηχανισμών αντιμετώπισης των αρνητικών συναισθημάτων και της διατροφικής εκπαίδευσης για την πρόληψη της επικράτησης της συναισθηματικής διατροφής. Είναι ζωτικής σημασίας να κατανοήσουμε και να αντιμετωπίσουμε αυτή τη συμπεριφορά, ώστε να μπορέσουμε να ζήσουμε πιο υγιεινά και ισορροπημένα
Το άρθρο είναι ελεύθερο προς ανάγνωση στη σελίδα του επιστημονικού περιοδικού εδώ. Τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στους συγγραφείς.
Εθισμός στις τροφές: μύθος ή πραγματικότητα, ένα άρθρο από την Ελληνική Ιατρική Εταιρεία Παχυσαρκίας
http://www.eiep.gr/images/Periodiko/t46.pdf
Στη σελίδα 2 θα βρείτε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο με τίτλο: " Εθισμός στις τροφές: Μύθος ή Πραγματικότητα;"
Διατροφή και Αντιμετώπιση του Σύνδρομου Πολυκυστικών Ωοθηκών
Το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών ( εν συντομία ΣΠΩ ή στα Αγγλικά Polycystic Ovary Syndrome ή PCOS ) είναι μια ενδοκρινική διαταραχή που παρατηρείται στο 6-22% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας, το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε αναπαραγωγικές, ορμονικές και μεταβολικές διαταραχές, όπως ινσουλινοαντίσταση & σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ, δυσλιπιδαιμία, καρδιαγγειακά νοσήματα, υπογονημότητα, καθώς και νεοπλασίες, όπως καρκίνο μαστού και ενδομητρίου. Αν και η αιτιολογία πίσω από την εμφάνιση του συνδρόμου δεν είναι γνωστή, γενετικοί & περιβαλλοντικοί παράγοντες παίζουν ρόλο στην εμφάνιση του.
Επηρεάζει η διατροφή την αντιμετώπιση του συνδρόμου;
Η παχυσαρκία & δη η ανδρικού τύπου παχυσαρκία, η ινσουλινοαντίσταση και τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D παρατηρούνται σε 1 στις 2 γυναίκες με πολυκυστικές ωοθήκες. Μάλιστα, το αυξημένο βάρος, η καθιστική ζωή, η “Δυτικού τύπου” διατροφή και το κάπνισμα δυσχαιρένουν τη νόσο. Παράλληλα, σε γυναίκες με ΣΠΩ παρατηρούνται διαταραγμένη σχέση με το φαγητό και υπερφαγικά επισόδεια.
H βελτίωση τρόπου ζωής (άσκηση & διατροφή) με απώλεια βάρους μπορεί να βελτιώσει τα συμπτώματα του ΣΠΩ, και αποτελεί απαραίτητο κομμάτι της αντιμετώπισης του.
Με την αλλαγή τρόπου ζωής ως θεραπετυτική στατηγική, μια μικρή απώλεια βάρους της τάξης του 5%-10% του αρχικού βάρους φαίνεται να βελτιώνει σημαντικά την ινσουλινοαντίσταση, τα υψηλά επίπεδα ανδρογόνων, την έμμηνο ρύση και την γονιμότητα. Μια μετα-ανάλυση μελετών έδειξε ότι η αλλαγή τρόπου ζωής, σε σχέση με την απλή αγωγή επιφέρει καλύτερα αποτελέσματα, σχετικά με τη μείωση του βάρους, της περίμετρου μέσης, ποσοστού λίπους στο σώμα και της φλεγμονής (μετρημένης μέσω CRP). Παράλληλα, βελτιώθηκε και η φυσική κατάσταση των γυναικών που βελτίωσαν τον τρόπο ζωής τους!
Πώς πρέπει να είναι η διατροφή;
Μια υποθερμιδική δίαιτα για απώλεια βάρους, δηλαδή ένα πρόγραμμα διατροφής με λιγότερες θερμίδες από αυτές που χρειάζεται ο οργανισμός και στη συνέχεια ένα πλάνο για διατήρηση του βάρους στα επιθυμητά επίπεδα είναι απαραίτητη.
Η σύσταση της διατροφής αναφορικά με τα μακροθρεπτικά συστατικά (υδατάνθρακες, λιπαρά, πρωτεΐνες) δεν φαίνεται να παίζει τόσο σημαντικό ρόλο. Συγκεκριμένα, για τους υδατάνθρακες, μια συστηματική ανασκόπιση της βιβλιογραφίας έδειξε οτι η γονιμότητα, οι ορμόνες, και οι ορμόνες που σχετίζονται με τον κορεσμό δεν διέφεραν μετά από δίαιτα χαμηλή σε υδατάνθρακες σε σχέση με μια τυπική δίαιτα. Η μείωση των προσλαμβανόμενων θερμίδων & η απώλεια βάρους στο ΣΠΩ βελτιώνουν τα ποσοστά ωορρηξίας, τη σύλληψη, την υπερανδρογοναιμία, τα επίπεδα γλυκόζης και ινσουλίνης, την αντίσταση στην ινσουλίνη και τις ορμόνες κορεσμού, ενώ η σύνθεση της δίαιτας είναι λιγότερο σημαντική. Συστήνεται η μειωμένη κατανάλωση ελευθέρων σακχάρων (ζάχαρη, μέλι, σιρόπι αγαύης και άλλα σιρόπια, χυμοί φρούτων, ροφήματα με ζάχαρη, υπερκατανάλωση γλυκών) και η προτίμηση σε τρόφιμα χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη, όπως τα προϊόντα ολικής άλεσης, τα φρούτα κια τα λαχανικά, και τα όσπρια.
Επιπλέον, λόγω των επιπτώσεων του συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών στα λιπίδια του αίματος συστήνεται η μείωση της πρόσληψης κορεσμένων και αποφυγή των τρανς λιπαρών. Πηγές κορεσμένων λιπαρών είναι το λίπος του κοτόπουλου και του κρέατος, το λάδι καρύδας, το φοινικέλαιο και το βούτυρο και τα λιπαρά των τυριών (μπορούμε να επιλέξουμε τυρί χαμηλό σε λιπαρά). Πηγές τρανς λιπαρών αποτελούν τα υδρογωνομένα λίπη τα οποία χρησιμοποιούνται από τη βιομηχανία τροφίμων για τα σφολιατοειδή, τα κέικ, τα μπισκότα και άλλα είδη αρτοζαχαροπλαστικής.
Ιδίαιτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην βελτίωση των επιπέδων βιταμίνης D, του χρωμίου και των ω-3 λιπαρών οξέων, στην περίπτωση ελλείψεων ή χαμηλών επιπέδων. Η βιταμίνη D είναι η βιταμίνη του ήλιου. Σε περίπτωση έλλειψης συστήνεται η συμπληρωματική αγωγή, ειδικά τους χειμερινούς μήνες. Διατροφικές πηγές Χρωμίου είναι το μπρόκολο, οι πατάτες, η γαλοπούλα, το κόκκινο κρασί, τα μήλα, οι μπανάνες, τα πράσινα φασολάκια, και το ψωμί ολικής άλεσης. Πηγές των ω-3 λιπαρών οξέων είναι τα λιπαρά ψάρια, οι ξηροί καρποί και οι σπόροι (πχ. λιναρόσπορος, καρύδια). Άτομα που δεν καταναλώνουν ψάρια και ξηρούς καρπούς και σπόρους μπορεί να επωφεληθούν από συμπλήρωμα ω-3 λιπαρών οξέων.
Αν και συχνά φαίνεται να υπάρχει μια δυσκολία στην απώλεια βάρους, οι παρούσες μελέτες συνολικά δεν δείχνουν να υπάρχει διαφορά στην απώλεια μεταξύ γυναικών με και χωρίς ΣΠΩ.
Συνεπώς, η διατροφή για το Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών είναι μια ποικίλη, υγιεινή διατροφή (όπως η Μεσογειακή Διατροφή), ενώ ο συνδυασμός της με άσκηση είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Η μέτρια απώλεια και διατήρηση ενός υγιούς βάρους παίζει βαρυσήμαντο ρόλο για την βελτίωση των συμπωμάτων του Συνδρόμου, καθώς και των επιπτώσεών του στην υγεία και τη γονιμότητα.
Πηγές:
BDA Food Fact Sheet Polycystic Ovary Syndrome (PCOS)
Weight Management Interventions in Women with and without PCOS: A Systematic Review
Characteristics of obesity in polycystic ovary syndrome: Etiology, treatment, and genetics.
Nutritional management in women with polycystic ovary syndrome: A review study.
The effect of dietary carbohydrates in women with polycystic ovary syndrome: a systematic review.
Last updated/ Τελευταία επικαιροποίηση: 29/11/2019
Διατροφικοί μύθοι: Τελικά τι ισχύει; (Μέρος Δ΄)
Με διάφορες παράδοξες δίαιτες να έχουν κάνει την εμφάνισή τους, και συμβουλές από άτομα που δεν γνωρίζουν από διατροφή (πχ. food bloggers) να έρχονται σε αντίθεση με τις συστάσεις από οργανισμούς υγείας, μας κάνουν να αναρωτιόμαστε: τι ισχύει τελικά;
1. Οι σπιτικοί χυμοί είναι πολύ καλύτεροι από τους έτοιμους χυμούς, και είναι καλύτερο να φάω τα φρούτα μου μαζεμένα!
Αδιαμφισβήτητα, οι σπιτικοί χυμοί είναι ανώτεροι ποιοτικά των έτοιμων χυμών! Πέρα από την εκτενή τους επεξεργασία, πολλές φορές οι έτοιμοι χυμοί περιέχουν πρόσθετη ζάχαρη, βελτιωτικά γεύσης και χρώματος. Ο οργανισμός μας δεν μπορεί να καταλάβει από πού προέρχονται τα διαφορετικά θρεπτικά συστατικά, έτσι και με τους χυμούς, είτε είναι σπιτικοί, είτε έτοιμοι, τα σάκχαρα και τα υπόλοιπα συστατικά θα έχουν την ίδια επεξεργασία από τον οργανισμό μας. Τα σάκχαρα των χυμών περνούν άμεσα στην κυκλοφορία του αίματος μας, ενώ σε αντίθεση τα σάκχαρα των φρούτων περνάνε πιο αργά, λόγω των φυτικών ινών των φρούτων. Ως ένα ποσοστό οι φυτικές ίνες των χυμών αλλοιώνονται, ενώ πολλές φορές είτε τις αφαιρούμε στο σπίτι, είτε μένουν πάνω στον αποχυμωτή! Επιπλέον, για τους παραπάνω λόγους, τα φρούτα μάς χορταίνουν περισσότερο, σε σχέση με τους χυμούς, και είναι προτιμότερο να τα επιλέξουμε, αντί των χυμών, και ας είναι και σπιτικοί! Βέβαια, οι χυμοί μπορούν να είναι μέρος μιας υγιεινής διατροφής, αρκεί να καταναλώνονται με μέτρο, και να έχουμε υπόψη ότι μπορεί για ένα χυμό να χρειαστεί να στύψουμε 3-4 πορτοκάλια, αλλά ο χυμός δεν μετράει σαν 3-4 μερίδες φρούτων και λαχανικών!
2. Παίρνω συμπληρώματα βιταμινών, ακόμη και αν δεν έχω ελλείψεις, γιατί μας κάνουν καλό.
Τα συμπληρώματα βιταμινών και άλλων θρεπτικών συστατικών δεν θα μας βοηθήσουν εάν δεν έχουμε έλλειψη ή χαμηλά επίπεδα βιταμινών, ή σιδήρου ή άλλων μικροθρεπτικών συστατικών, ειδικά αν ακολουθούμε μια ποικίλη διατροφή. Μάλιστα, μεγάλες έρευνες με συμπληρωματική χορήγηση βιταμινών (Α και Ε), σταμάτησαν πρόωρα, καθώς οι ερευνητές παρατήρησαν αύξηση στη θνησιμότητα, και στον καρκίνο του πνεύμονα σε καπνιστές. Επιπλέον, μελέτη έδειξε πρόσφατα ότι η συμπληρωματική αγωγή με βιταμίνη Ε και σελήνιο για πέντε χρόνια, δεν προλαμβάνει την άνοια. Επίσης, το σελήνιο φάνηκε να αυξάνει τον κίνδυνο για διαβήτη τύπου 2. Η βιταμίνη Ε μάλιστα φάνηκε να αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου του προστάτη. Πριν λίγες ημέρες από άλλη μελέτη φάνηκε πως η συμπληρωματική αγωγή με βιταμίνη D και ασβέστιο δεν οδηγεί σε μειωμένο κίνδυνο για καρκίνο. Έτσι, είναι προτιμότερο να μην παίρνουμε χωρίς ιατρική συνταγή και χωρίς ιατρικό λόγο, συμπληρώματα βιταμινών και αντιοξειδωτικών, αλλά να ακολουθούμε μια υγιεινή διατροφή, από την οποία θα λάβουμε τις απαραίτητες βιταμίνες και τα άλλα μικροθρεπτικά συστατικά.
3. Θα φτιάξω/αγοράσω υγιεινό γλυκό χωρίς ζάχαρη, με λάδι καρύδας και σιρόπι αγαύης!
Πολλές συνταγές, αλλά και κάποια συσκευασμένα τρόφιμα τον τελευταίο καιρό, διαφημίζονται ως «υγιεινά», ενώ συχνά γράφουν ότι είναι χωρίς ζάχαρη και άλλα «δαιμονοποιημένα συστατικά». Όμως, βλέπουμε πολύ συχνά η ζάχαρη να αντικαθίσταται από άλλα σάκχαρα, όπως σιρόπια ή μέλι, χωρίς να βελτιώνεται το τελικό προϊόν από άποψη θερμίδων και σακχάρων. Επιπλέον, το λάδι καρύδας που έχει κατακλύσει την αγορά, είναι έλαιο με κορεσμένα λιπαρά, τα οποία καλό είναι τα έχουμε περιορισμένα στη διατροφή μας. Με μία κουταλιά της σούπας λάδι καρύδας, παίρνουμε όλη την ποσότητα κορεσμένων λιπαρών που μας αναλογεί σε μια ημέρα! Μάλιστα, το βούτυρο είναι καλύτερη επιλογή από το λάδι καρύδας! Φυσικά, το ελαιόλαδο που είναι πηγή ακόρεστων λιπαρών, είναι η κάλλιστη επιλογή για τις συνταγές μας και την υγεία μας. Εάν λοιπόν θέλετε να φτιάξετε ένα πιο υγιεινό γλυκό, μειώστε τη ζάχαρη της συνταγής, και χρησιμοποιήστε ελαιόλαδο!